γαρίζω

γαρίζω
αμετ.
1) довариться, дойти; 2) посинеть от плача; 3) см. γαριάζω 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γαρίζω" в других словарях:

  • γαρίζω — βλ. γαριάζω …   Dictionary of Greek

  • γαριάζω — και γαρίζω (Μ γαρίζω) 1. λερώνω, λιγδιάζω («τό γάριασες το πουκάμισο») 2. (αμτβ., για ενδύματα κυρίως λευκά) παίρνω χρώμα κιτρινωπό από το κακό πλύσιμο, γανιάζω 3. μελανιάζω απ το κλάμα, γανιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαριάζω < γάρος ή < γαριά και… …   Dictionary of Greek

  • γάρισμα — το (Μ γάρισμαν) [γαρίζω] ζουμί με άσχημη γεύση νεοελλ. το γοερό κλάμα τού μωρού …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»